ωβάλλετο

ωβάλλετο
Α
(κατά τον Ησύχ.) «διωθεῑτο».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. έχει παραδοθεί ορθά, πρόκειται πιθ. για σύνθ. τού βάλλω με το προθεματικό - (πρβλ. -κέλλω, -τρύνω), από όπου ο τ. ὠβάλλετο, με χρονική αύξηση. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ὀβελός δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οβάλλω — ὀβάλλω (Α) βλ. ωβάλλετο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”